Η διαχείριση των φόρων αποτελεί την καρδιά της οικονομικής πολιτικής κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) να αποτελεί βασική πηγή εσόδων, όμως τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, μήπως οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές λειτουργούν τελικά εις βάρος των κρατικών ταμείων; Αυτή η ανάλυση βασίζεται σε ένα θεμελιώδες οικονομικό εργαλείο, την περίφημη Καμπύλη Laffer.

Η Μαθηματική Βεβαιότητα της «Χρυσής Τομής»
Η Καμπύλη Laffer είναι μια απλή, αλλά ισχυρή, ιδέα που εξηγεί τη σχέση μεταξύ του ύψους ενός φόρου και των εσόδων που τελικά εισπράττει το κράτος. Η θεωρία δείχνει ότι αν ο φορολογικός συντελεστής είναι πολύ χαμηλός (π.χ., 0%), το κράτος δεν εισπράττει τίποτα. Αντίστοιχα, αν ο φόρος είναι υπερβολικά υψηλός (π.χ., 100%), οι πολίτες και οι επιχειρήσεις χάνουν κάθε κίνητρο για εργασία, παραγωγή και επένδυση, με αποτέλεσμα η οικονομική δραστηριότητα να καταρρέει και τα έσοδα να μηδενίζονται ξανά. Επομένως, υπάρχει ένα ιδανικό ποσοστό φόρου, ο «βέλτιστος συντελεστής», που μεγιστοποιεί τα δημόσια έσοδα.
ο Δίλημμα του Ελληνικού ΦΠΑ: Πάνω από το Όριο
Σήμερα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα ανέρχεται στο 24%, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αυτό το ποσοστό έχει ξεπεράσει το σημείο του μέγιστου εσόδου, δηλαδή βρισκόμαστε στη «δεξιά πλευρά» της Καμπύλης Laffer. Αυτό σημαίνει ότι ο φόρος είναι τόσο υψηλός που έχει αρχίσει να δημιουργεί αρνητικές παρενέργειες, οι οποίες μειώνουν το όφελος.
Ο «Χρυσός Συντελεστής» που Μας Δείχνει η Θεωρία
Σύμφωνα με την αρχή της Καμπύλης Laffer και την εκτίμηση ότι το 24% βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της (πέρα από το σημείο μέγιστων εσόδων), ο βέλτιστος συντελεστής ΦΠΑ για την Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται χαμηλότερα από τον τρέχοντα. Αν και ο ακριβής υπολογισμός απαιτεί πολύπλοκα οικονομετρικά μοντέλα, η θεωρία υποδεικνύει μια μετατόπιση προς τα αριστερά της καμπύλης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο συντελεστής θα ήταν πιο αποδοτικός αν κινούνταν γύρω από το 20% με 22%, ένα επίπεδο πιο κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Μια τέτοια μείωση εκτιμάται ότι θα μείωνε σημαντικά το οικονομικό κίνητρο για φοροδιαφυγή, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερο όγκο φορολογητέων συναλλαγών και, τελικά, σε υψηλότερα καθαρά έσοδα για το κράτος.
Οι Συνέπειες της Υπερφορολόγησης
Οι υψηλοί έμμεσοι φόροι, όπως ο ΦΠΑ, έχουν δύο βασικές επιπτώσεις. Πρώτον, μειώνουν την κατανάλωση, καθώς ανεβάζουν το τελικό κόστος των αγαθών και υπηρεσιών, αφήνοντας λιγότερα χρήματα στις τσέπες των καταναλωτών. Δεύτερον, και κυριότερο, αυξάνουν το κίνητρο για φοροδιαφυγή. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσό του φόρου (το 24% επί της αξίας), τόσο πιο δελεαστικό γίνεται για μια επιχείρηση να μην κόψει απόδειξη, ώστε να κρατήσει το ποσό του ΦΠΑ ως κέρδος. Αυτή η διαφυγή μειώνει δραματικά τα πραγματικά έσοδα του κράτους.
Το Μονοπάτι για να Γεμίσει το Ταμείο
Η έξοδος από αυτό το παράδοξο είναι εφικτή μέσω μιας διπλής στρατηγικής. Η Ελλάδα μπορεί να εξετάσει τη σταδιακή μείωση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ σε ένα πιο ανταγωνιστικό επίπεδο. Μια τέτοια μείωση αναμένεται να δώσει ώθηση στην κατανάλωση, ενθαρρύνοντας την οικονομική δραστηριότητα και, ταυτόχρονα, να μειώσει το κίνητρο για φοροδιαφυγή. Συμπληρωματικά, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι μηχανισμοί ελέγχου και η ψηφιοποίηση των συναλλαγών (π.χ., ηλεκτρονικά τιμολόγια) για να διασφαλιστεί η πλήρης φορολογική συμμόρφωση. Εν κατακλείδι, η μείωση του ΦΠΑ, αν γίνει μεθοδικά, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης. Δηλαδή να αυξήσει τον όγκο των νόμιμων συναλλαγών, να περιορίσει τη μαύρη οικονομία και τελικά, σύμφωνα με τη λογική της Καμπύλης Laffer, να οδηγήσει σε υψηλότερα συνολικά κρατικά έσοδα.